Οι Υδραίοι εναντίον του Καποδίστρια


Οι βαθύτεροι λόγοι που αποσιωπώνται

Μια ανάλυση του Αντιναυάρχου Δημητρίου Α. Λισμάνη ΠΝ ε.α.

Ατενίζοντας το 1821, από την απόσταση των 200 χρόνων, θα εστιάσουμε τον ερευνητικό φακό μας σε μια από τις υποφωτισμένες πλευρές του.

Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827) και μέχρι την άφιξη του Όθωνα, από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στη χώρα μας, ήταν η εχθρι­κή στάση των προκρίτων της Ύδρας εναντίον του Ιωάν­νη Καποδίστρια και η αμείλικτη αντιπολίτευσή τους.

Αναφερόμαστε στη σοβαρή πολιτική σύγκρουση των Υδραίων με τον Καποδίστρια, για τις μη ικανοποιούμενες απαιτήσεις τους από τον Κυβερνήτη, με τραγική κατά­ληξη τη βύθιση πλοίων του εθνικού στόλου (φρεγάτα «Ελλάς» και κορβέτα «Ύδρα») από τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, στον Πόρο, την 1η Αυγούστου 1831, με εντολές των Υδραίων προκρίτων. Ήταν τότε που «…εβόγγισε όλο το Έθνος» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης).

Και το εύλογο ερώτημα που γεννάται, είναι: γιατί έγιναν όλα αυτά;

Κατά την ιστοριογραφία της εποχής, οι Υδραίοι κα­τέθεταν αιτήματα στον Καποδίστρια, που τα θεωρούσαν δίκαια, σαν αναγνώριση των θυσιών τους: (α) Αποζημι­ώσεις γενικών δαπανών για το ναυτικό αγώνα. (β) Επι­σκευές των πλοίων που σάπιζαν ακίνητα. (γ) Αναγνώρι­ση αυτών των αναγκών, ως εθνικό χρέος, όπως τις είχαν αναγνωρίσει οι προηγούμενες εθνοσυνελεύσεις. (δ) Οικονομική ενίσχυση των πλοιάρχων και του δεινοπαθούντος λαού του νησιού από την ανεργία, κ.ά. Ο Καποδίστριας δεν ικανοποιούσε τα αιτήματα ή τα ανέβαλε, και οι Υδραίοι αντιδρούσαν. Έπαιρνε ο Κυβερνήτης κα­τασταλτικά μέτρα στις αντιδράσεις των Υδραίων, αυξα­νόταν κλιμακούμενη η αντίδραση εκείνων. Έτσι, από δυσαρέσκεια στην αρχή, έγινε αγανάκτηση, έφθασε σε οργή εναντίον του, σε ανοικτή εχθρότητα.

Ας προσέξουμε, τώρα, εδώ. Η γενικότερη αντίληψη που επικρατεί, θεωρεί, ότι οι παραπάνω λόγοι αποτε­λούν τη βάση, την όλη ουσία του «κακού». Εμ δεν είναι έτσι. Η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη. Οι παραπάνω λόγοι είναι απλώς οι προφάσεις, τα προσχήματα, οι αφορμές της πολεμικής των Υδραίων εναντίον του Καποδίστρια.

Τα αίτια ήσαν άλλα. Δηλαδή, άλλοι ήσαν οι βαθύτε­ροι λόγοι, το βαθύτερο κίνητρο, το γιατί. (Θυμάται ο γράφων, όταν ο αυστηρός καθηγητής των μαθηματικών στο Γυμνάσιο, Βασίλης Αθανασόπουλος, εξέταζε αμελείς μαθητές στην έδρα, έλεγε: «το γιατί, που ‘φαγε το μα­θητή»). Το «γιατί» είναι δύσκολο να το βρεις και να το εξηγήσεις, αλλά είναι απαραίτητο, επειδή αποκαλύπτει την αλήθεια.

Η αλήθεια συνήθως ενοχλεί. Αλλά η ιστορική αλή­θεια, δεν μπορεί ούτε να αποσιωπηθεί, ούτε να παρα­ποιηθεί. Το έργο και ο σκοπός της ιστορίας είναι το ωφέλιμο που βγαίνει από την αλήθεια. Ο μεγάλος Θουκυδίδης πίστευε πολύ στην ακριβή γνώση των πραγμάτων. Άλλωστε, για τους αρχαίους προγόνους μας, η λέξη Ιστορία σήμαινε τη γνώση, όχι το συμβάν.

Ιωάννης Καποδίστριας

Η ιστοριογραφία, λοιπόν, έχει χρέος να σέβεται την αληθινή γνώση της ιστορίας, να ακολουθεί γνώμονα σολωμικό («εθνικόν το αληθές»).

Εκείνοι που αντιλαμβάνονται, λοιπόν, ποια είναι τα βαθύτερα κίνητρα της αντιπαλότητας των Υδραίων με τον Καποδίστρια, τα αίτια, δεν τα αποκαλύπτουν όμως. Διστάζουν, μήπως πληγεί η εικόνα κάποιων ιστορικών προσώπων – επειδή καταλαβαίνουν ότι σε αυτά κρύ­βεται η αλήθεια που πονάει. Έτσι, βέβαια, και η ιστορία προσβάλλεται και ο αναγνώστης μένει ανημέρωτος ή παραπληροφορημένος.

Εμείς θα απομυθοποιήσουμε τους Υδραίους και θα τους δούμε ως ανθρώπους της εποχής τους, με τις σπουδαίες ικανότητες και δεξιότητές τους και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αλλά και με τις ατέλει­ες μιας δικής τους κληρονομιάς και κουλτούρας που κουβαλούσαν.

Δεν αποσκοπούμε να αθωώσουμε ή να δικαιολο­γήσουμε τους Υδραίους – ούτε τολμάμε να καταδικά­σουμε τον Καποδίστρια. Αλλά, ούτε και να θίξουμε την ανεκτίμητη προσφορά των πρώτων στον Ναυτικό Αγώ­να. Σκοπός μας, μοναδικός, είναι να τους καταλάβουμε σωστότερα και να μάθουμε καλύτερα την ιστορία μας.

Είναι πολλοί, που δεν γνωρίζουν τα ακριβή αίτια της σημαντικής αυτής σελίδας της ιστορίας μας. Όσοι ξέρουν κάτι, ξέρουν μόνο το καταστροφικό του αποτέλεσμα. Αν ρωτήσετε σήμερα κάποιον, τι γνωρίζει για τον Μια- ούλη – αν δεν σας πει «ήρωας του ’40» (έχουν ακουστεί και τέτοια), αλλά κάτι έχει πιάσει τ’ αφτί του – το πιθα­νότερο είναι να απαντήσει: «Α, είναι αυτός που βύθισε το στόλο», σκάζοντας κι ένα ειρωνικό χαμόγελο – κι ας μη γνωρίζει τίποτα άλλο. Τούτο το αιώνιο στίγμα που ακολουθεί τον Ανδρέα Μιαούλη.

Και ερωτούμε, λοιπόν, γιατί μας φαίνεται ακατανό­ητη η αντιπαλότητα των Υδραίων εναντίον του Καπο­δίστρια; Γιατί βλέπουμε σαν παράλογα, εξωφρενικά, μέχρι και αντεθνικά, αυτά που απαιτούσαν από τον Καποδίστρια; Η απάντηση είναι: διότι, απλά, δεν τους έχουμε μάθει καλά, επειδή δεν μας τα έχουν πει όλα (για τους λόγους που προαναφέραμε). Και γι’ αυτό, εμείς θα τα πούμε.

Επιγραμματικά, η άποψή μας είναι, ότι: Οι Υδραίοι πρόκριτοι δεν ήθελαν τον Καποδίστρια, όχι μόνο τους λίγους μήνες πριν από τα γεγονότα, δεν τον ήθελαν από την αρχή που ήρθε, δεν τον ήθελαν καθόλου και που ήρθε στην Ελλάδα. Ακόμη. Οι Υδραίοι ποτέ δεν ήθελαν να έχουν κανέναν «Καποδίστρια» πάνω απ’ το κεφάλι τους. Αυτή είναι όλη η αλήθεια, τόσο σύντο­μη, τόσο γυμνή και τόσο σκληρή. Η ψυχρή αλήθεια για τη θερμή σύγκρουση που επήλθε.

Τώρα, οι λόγοι αυτής της στάσης των Υδραίων είναι πολλοί και διάφοροι. Έρχονται από το βάθος των χρό­νων και όλοι εξηγούν την αλήθεια και καταλήγουν στην αλήθεια, στο γιατί. Τους έχουμε πει και τους έχουμε γράψει, κατά καιρούς. Θα τους αναφέρουμε πάλι, πολύ σύντομα, ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα[1].

Οι Υδραίοι αποτελούσαν, από παλιά, μία αυτοκέ­φαλη οντότητα, μία ναυτική δύναμη υπολογίσιμη με ακμάζουσα οικονομία· στον ναυτικό Αγώνα, δε, απέ­κτησαν και έναν δεσπόζοντα ηγετικό ρόλο σε όλον τον ελληνικό χώρο. Πριν από την επανάσταση, τυπικά μόνο, υπάγονταν στην οθωμανική διοίκηση. Η Υδρα ανήκε στο πασαλίκι (επαρχία) των νησιών του Αιγαίου, που υπαγόταν διοικητικά και φορολογικά στον Καπουδάν πασά, ναύαρχο/αρχηγό του στόλου του Αρχιπελάγους (Αιγαίου). Η διοίκηση των νησιών ασκείτο από τον γραμματέα του και βοηθό, τον Δραγουμάνο ή Διερμη­νέα του Στόλου (Έλληνα Φαναριώτη).

Οι Οθωμανοί άφησαν τη διοίκηση, άτυπα, στους ντόπιους πλουσίους, τους «νοικοκυραίους», επικεφα­λής ενός αριστοκρατικού συστήματος τοπικής διακυ­βέρνησης, με κάποιες υποχρεώσεις. Αυτοί ήσαν υπεύ­θυνοι να εφαρμόζονται τα φιρμάνια της οθωμανικής διοίκησης, να τηρείται η εσωτερική τάξη, να επανδρώ­νονται τα πλοία του αυτοκρατορικού στόλου με πλη­ρώματα Υδραίους (όπως οριζόταν), να διατίθενται πλοία όταν εζητούντο και να πληρώνονται οι φόροι στον αποστελλόμενο εισπράκτορα. Οι Οθωμανοί, με άλλα λόγια, διοικούσαν μέσω των προκρίτων και ενδιαφε­ρόντουσαν μόνο να μαζεύουν τους φόρους και να εκτελούνται οι διαταγές τους, που επιβεβαίωναν έτσι και την αίσθηση της κυριαρχίας τους. Κατά τα άλλα, ήθελαν να έχουν την ησυχία τους (Ανατολίτες, γαρ). Ένα σύστημα μερικής αυτονομίας (ή ημιαυτονομίας).

Οι Υδραίοι, στην πραγματικότητα μπόρεσαν να οργανώσουν και να ασκήσουν ανεξάρτητη εσωτερική διοίκηση και ελεύθερη θρησκευτική λατρεία. Αποτε­λούσαν «κράτος εν κράτει». Επομένως, γιατί να θέλουν να αλλάξουν ένα διοικητικό σύστημα επωφελέστατο, που απόκτησαν με την ικανότητά τους, και να βάλουν άλλους στο κεφάλι τους; (καθαρά λόγια).

Είναι γνωστό, πως οι παραχωρήσεις αυτές των Οθω­μανών στους Υδραίους δεν έγιναν τυχαία, αλλά από ανάγκη. Είχαν ανάγκη τη μεγάλη ναυτική εμπειρία και τη δυναμικότητά τους, από τις οποίες εξαρτάτο το ναυτικό τους εμπόριο και εν πολλοίς η αποτελεσματικότητα του στόλου τους. Το τελευταίο το παραδέχονταν και οι ίδιοι οι Οθωμανοί, όπως αποκαλύπτεται από τη δημοσιοποίηση των οθωμανικών αρχείων, που έγινε πρόσφατα (βλ. άρθρο του γράφοντος, «Ναυτική Ελλάς», Ιούλ. & Αύγ. 2019).

Ανδρέας Μιαούλης

Στο πλαίσιο του εσωτερικού διοικητικού συστήμα­τος της Ύδρας, που αποσαφηνίσαμε παραπάνω, την ουσιαστική διοίκηση -μέχρι την επανάσταση- ασκούσε ο επικεφαλής των προεστών, Λάζαρος Κουντουριώτης, ο οποίος επανεκλέγηκε και το 1823, μέσα στον αγώνα.

Οι Υδραίοι μπήκαν στην επανάσταση, όπως μπήκαν, πολέμησαν γενναία, όπως έτσι ήξεραν, κέρδισαν δόξα, αλλά στο τέλος έχασαν την οικονομική τους δύναμη. Ποτέ, όμως, δεν έχασαν την ταυτότητά τους, δεν ξέχασαν αυτό που ήσαν. Αυτό δεν διανοούντο να το χάσουν με τίποτα, γιατί αυτό αισθανόντουσαν ότι τους αντι­προσώπευε. Δεν θα μπορούσαν, ποτέ, να παραδώσουν τον εαυτόν τους. Θα πολεμούσαν γι’ αυτό. Κι αυτό ακριβώς έκαναν.

Επιθυμούσαν να βρίσκονται μέσα στη διοίκηση του νέου ελληνικού κράτους, χωρίς να χάσουν τη θέση και τα προνόμια που είχαν ανέκαθεν. Ήθελαν να παίξουν τον ρόλο που θεωρούσαν ότι τους αναλογούσε. Εδώ, όμως, ήρθαν αντιμέτωποι με την θεσμική πραγματικό­τητα του νέου ενιαίου κράτους. Συγκρούστηκαν με τον εκφραστή της, τον Καποδίστρια.

Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας των Υδραίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εν γένει συμπεριφορά τους. Δια­τήρησαν τα βιολογικά και ψυχικά γνωρίσματα της αρβανίτικης καταγωγής τους, αλλά και την καθαρή ελληνική συνείδηση (Οι πρόγονοί τους μέτοικοι στην Ύδρα, θύμιζαν τους Δρύοπες-Δωριείς – 13ος π.Χ. αι. – από τους οποίους προέρχονταν)[2]. Βαρύτητα και σταθερό­τητα χαρακτήρα, πάθη έξαλλα, πολεμικότητα, επιμονή που φτάνει τα όρια του πείσματος, λιτότητα, μανία του κέρδους, τυχοδιωκτισμό, συναίσθημα της ιεραρχίας αξιών, άκρατη αρχομανία, πειθαρχικότητα, αλλά και εγωκεντρισμό που φτάνει ως την επανάσταση και δυ­σχεραίνει την προσαρμογή στη γνώμη των άλλων. Σε σύγκριση με τους Σπετσιώτες, ομοιογενούς καταγωγής, οι Υδραίοι ήσαν πιο τραχείς, επίμονοι και σκληροί.

Στην όξυνση της αντιπαλότητάς τους με τον Καπο­δίστρια, έπαιξε ρόλο και η παρέμβαση του αρχηγού των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου αντι­ναυάρχου P. Ricord (διαδόχου του Heyden της ναυμα­χίας του Ναβαρίνου). Πέραν αυτού, οι Υδραίοι κουβα­λούσαν από παλιά εφιαλτικές εμπειρίες από τους Ρώ­σους. Ανάλογα με τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, οι Ρώσοι έμπλεκαν τους υπόδου­λους Έλληνες ναυτικούς με ψεύτικες υποσχέσεις να απελευθερωθούν, τους εξήγειραν εναντίον της Πύλης, στους μεταξύ τους πολέμους και τους εγκατέλειπαν μετά από κάθε ειρήνευση (που είχε, συνήθως, οδυνη­ρά αποτελέσματα για τους Οθωμανούς), στην βαριά εκδίκηση του κατακτητή.

Ιστορική αναγραφή αναφέρει: «Ενδεκάκις, από το 1453, οι ρώσοι εκίνουν τους υποδούλους Έλληνας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εγκαταλείποντες αυ­τούς μεϋ’ εκάστην ειρήνην…» (βλέπε και σημείωση[3]). Τις τελευταίες προδοσίες των Ρώσων στους Έλληνες, τις έζησαν οι Υδραίοι που τώρα σχολιάζουμε και οι πατέρες τους:

  • Τα «Ορλωφικά» (1770), όταν οι δύσκολοι και συ­ντηρητικοί Υδραίοι έμειναν ουδέτεροι και έσωσαν τον εαυτόν τους και τη ναυτιλία τους, σε αντίθεση με τους

Σπετσιώτες και άλλα ναυτικά νησιά που κατεστράφησαν και δύσκολα συνήλθαν.

  • Ο διαρκής και σκληρός πόλεμος καταδρομών της Μεγάλης Αικατερίνης (1787-1792), όταν οι Υδραίοι έπαθαν τα πάνδεινα από τους στολίσκους του Κατσώνη, τον ίδιο και τους πειρατές του·
  • Ο Ρώσο-Τουρκικός πόλεμος (1806-1807), όταν ο Δημήτριος Σενιάβιν, ναύαρχος του Αυτοκρατορικού Ιμπερατορικού ρωσικού στόλου, εξέγειρε τους Έλληνες του Αρχιπελάγους εναντίον των Οθωμανών. Τότε, οι περισσότεροι Υδραίοι πίστεψαν τις απελευθερωτικές υποσχέσεις των Ρώσων, τους ακολούθησαν, εκτέθηκαν εναντίον της Πύλης και στο τέλος προδόθηκαν από τους πρώτους. Όταν οι ρώσο-τουρκικές επιχειρήσεις ανε- στάλησαν, ο Σενιάβιν με το στόλο του έφυγε από το Αιγαίο για το Ιόνιο – δεν χρειαζόταν πια τους Υδραίους – και τους εγκατέλειψε στη λυσσώδη οργή των πασάδων. Οι Υδραίοι έπαθαν φρικτά αντίποινα και έμειναν και χωρίς αρχηγούς, γιατί ο Λάζαρος Κουντουριώτης και οι πρόκριτοι που είχαν ακολουθήσει τον Σενιάβιν, έφυγαν μαζί του για να σωθούν, αλλά αυτός τους παράτησε στη θάλασσα των Κυκλάδων(!) και έπαθαν τα όσα δεινά τους[4].

Όταν, λοιπόν, η κρίση μεταξύ των Υδραίων με τον Καποδίστρια κορυφώθηκε (άνοιξη 1831), εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και συνέπραξαν μαζί τους, όσοι ήσαν δυσαρεστημένοι κατά του Κυβερνήτη ή είχαν υποπέσει στη δυσμένειά του, καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος για να ασκήσει αντιπολίτευση στον Καποδίστρια από προσωπική φιλαρχία. Σχηματίστηκε, έτσι, μία αντικαποδιστριακή εστία στην Ύδρα, παράλ­ληλα με τις άλλες στη Σάμο και τη Μάνη.

Αυτή ακριβώς η έκρυθμη κατάσταση ευνοούσε σημαντικά τους στρατηγικούς στόχους των Άγγλο-Γάλλων στην περιοχή. Γι’ αυτό, ενώ οι τρεις μεγάλες «σύμμαχες» προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρω­σία) είχαν αναλάβει τη διαφύλαξη της τάξης, της ησυ­χίας και των προσωρινών καθεστώτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι Άγγλο-Γάλλοι -ιδίως οι πρώτοι- όχι μόνο ανέχονταν την εσωτερική πολιτική αναταραχή που ξέσπασε, αλλά και την υπέθαλπαν έντονα. Θεω­ρούσαν ότι με τον Καποδίστρια στην Ελλάδα, ενισχύεται η επιρροή της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, σε βάρος τους· μία στρατηγική που εξακολουθεί να υπάρχει ενεργή μέχρι σήμερα.

Αυτά τα είχε αντιληφθεί ο Καποδίστριας, γι’ αυτό εξάρτησε τις ελπίδες του, μόνο από τον πρέσβη της Ρωσίας και τον ρωσικό στόλο της Μεσογείου, και απο­φάσισε να εξαναγκάσει τους Υδραίους σε υποταγή. Η απόφαση, όμως, αυτή του Κυβερνήτη χειροτέρεψε τις ιστορικές αντιπάθειες των Υδραίων εναντίον των Ρώσων και ανησύχησε περισσότερο τους ήδη θορυβημένους Άγγλο-Γάλλους. Ο Καποδίστριας διέταξε, τελικά, την προετοιμασία των πλοίων του εθνικού στόλου, που ορμούσαν στον Πόρο, να μεταφέρουν στρατό στην Ύδρα και τα άλλα νησιά, να ασκήσουν ναυτικό αποκλεισμό, να ακινητοποιήσουν την υδραίικη ναυσιπλοΐα και να πατάξουν την ανταρσία. Η αιματοχυσία και τα θλιβερά γεγονότα, δεν άργησαν να έρθουν.

Δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι, όσα έκανε ο Καποδίστριας προερχόντουσαν από πρόθεση αγαθή και για το συμφέρον της Ελλάδας. Με αυτό συμφωνούν και οι αντίπαλοί του. Αλλά ο τρόπος, που τα εφάρμοζε, δεν ήταν αρεστός, ούτε ανεκτός, το ίδιο, από όλους τους Έλληνες. Ο Καποδίστριας δεν είχε κα­ταλάβει καλά, όσους ζούσαν από πολύ παλιά στον τόπο αυτό.

Το μεγάλο σφάλμα των προκρίτων της Ύδρας ήταν, ότι το πείσμα τους, μεγαλύτερο από το πείσμα του Κυβερνήτη, τους έσπρωξε πέραν από το επιτρεπόμενο.

Ο Κολοκοτρώνης, αυτός που τόσο πόνεσε για τα λυπηρά γεγονότα που έγιναν στον Πόρο, ωστόσο, υπο­δείκνυε στον Καποδίστρια την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει στα εσωτερικά πράγματα. Του σύσταινε να εφαρμόζει τα μέτρα που είχε κατά νου, σταδιακά. Του σύσταινε περίσκεψη.


Πληρέστερα τώρα πληροφορημένοι, θα μπορέσουμε: ορθότερα να κρίνουμε τη δύσκολη και θολή αυτή σελίδα της ιστορίας μας και τους πρωταγωνιστές της, να μάθου­με την ίδια την ιστορία καλύτερα, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας, με περίσκεψη όμως.      ·

«Ιωάννης Καποδίστριας» φωτό ειλημμένη στις 10_11_2020 από το: https://el.wikipedia.org/wiki/ Ιωάννης_Καποδίστριας#/media/Aρχείο:Kapodistπas2.jpg

«Ανδρέας Μιαούλης» φωτό ειλημμένη στις 10_11_2020 από το: https://el.wikipedia.org/wiki/Aνδρέ- ας_Μιαούλης #/media/Aρχείο:Miaoulis.jpg


[1]  Σχετικές εργασίες του γράφοντος: (α) «Ναυτικού Αγώνα Αποσιωπώμενα», «Περίπλους», εκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 2009. (β) «Ναυτικού Αγώνα Αποσιωπημένα- Οι ναυμάχοι όπως δεν τους ξέρουμε», «Ναυτική Επιθεώρηση», Δεκ.2017-Ιαν.-Φεβ.2018. (γ) «Οι ήρωες ναυμάχοι του Εικοσιένα, όπως δεν τους ξέ­ρουμε», παρουσίαση σε ημερίδα ναυτικής ιστορίας με θέμα «Το Ναυτικό κατά την Ελληνική Επανάσταση», Υπη­ρεσία Ναυτικής Ιστορίας, 22/3/2017.

[2]    Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εθνική συνείδη­ση των Υδραίων εφοπλιστών και καπεταναίων, που με καμάρι έδιναν στα πλοία τους, τις βάρκες και τα κανόνια, ονόματα αρχαίων Ελλήνων ηρώων και μυθικών θεοτή­των· των συντροφοναυτών, που τις ώρες της ανάπαυσης καθόντουσαν σταυροπόδι στο κατάστρωμα με την κού­πα κρασί στο χέρι και άκουγαν τον ναύκληρο ή τον γραμ­ματικό να τους διαβάζει τα κατορθώματα του Οδυσσέα ή του Μέγα-Αλέξανδρου και να ξεσπούν σε τραγούδια του Ρήγα· τις ανεκτίμητες υπηρεσίες τους στο Έθνος, αυ­τών που τα έδωσαν όλα στην Επανάσταση -και την ζωή τους την ίδια- και αποσύρθηκαν από το προσκήνιο όχι πλουσιότεροι, αλλά ενδοξότεροι, όπως ταιριάζει στους μεγάλους.

[3]    Τρύφ. Π. Κωνσταντινίδου, πλοιάρχου Β.Ν. «Καράβια, Κα­πετάνιοι & Συντροφοναύται», σ. 26, υποσημ.2, έκδ. Ιστο­ρική Υπηρεσία Β.Ν., Αθήναι 1954.

[4]    Ένας συνελήφθη με το πλήρωμά του από τους Τούρκους, αλείφθηκε με πίσσα, κρεμάστηκε στα ξάρτια και κάηκε ζωντανός. Άλλος, μεταφέρθηκε στην Πόλη και ποντίστηκε μέσα σε σάκο στη θέση «σαράϊ-μπουρνά» του Βοσπόρου. Άλλος, μαζί με τον γιο του υπέστησαν τον οικτρό θάνατο του εντοιχισμού! Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, με άλλους προκρίτους κατέφυγαν στην Τήνο, για να αποφύγουν τη μήνιν των Τούρκων. Από εκεί δραπέτευσαν στα Κύθηρα (υπό γαλλική κυριαρχία), αλλά εγκλείστηκαν στο φρούριο των Κυθήρων. Απ’ όπου, βράδυ, ο Κουντουριώτης κατέ­βηκε με σχοινί τα τείχη του Φρουρίου και απέδρασε, ενώ οι άλλοι απομονώθηκαν περισσότερο.

Πηγή : «ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ ΑΠΟΗΧΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020»

Αναρτήθηκε στις Ιστορία. Ετικέτες: . Leave a Comment »

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.