ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ, Ο ήρωας – φάντασμα


Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/10/2000

www.iospress.gr

Λες και μας έλειψαν οι ηρωικές μορφές. Σύσσωμο το έθνος τιμά ένα ήρωα που όλοι παραδέχονται ότι ανήκει στο χώρο του θρύλου. Κανείς δεν τολμά όμως να φωνάξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός: ο τιμημένος ήρωας Κουκίδης απλώς δεν υπήρξε!

Όταν είμαστε ενωμένοι οι Έλληνες μπορούμε να πετύχουμε τα πάντα. Ακόμα και να ανεγείρουμε μνημεία σε ανύπαρκτα πρόσωπα, μόνο και μόνο για να μην μας κατηγορήσει κανείς για μειωμένη εθνική ευαισθησία!

Πριν από λίγες μέρες εκπρόσωποι από όλο το πολιτικό φάσμα συμπαραστάθηκαν στον Δήμαρχο Αθήνας στην τιμητική τελετή για τον στρατιώτη (ή εύζωνα ή πολίτη) Κωνσταντίνο Κουκίδη, ο οποίος υποτίθεται ότι έπεσε από την Ακρόπολη, τυλιγμένος με την ελληνική σημαία, την ώρα που οι Γερμανοί κατακτητές ύψωναν τη σημαία με τη σβάστικα στον Ιερό Βράχο.

Ένας πολύ άγνωστος στρατιώτης

Βρέθηκαν, λοιπόν, κατά τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου πάνω στην Ακρόπολη, δίπλα στον Δημήτρη Αβραμόπουλο, οι υπουργοί Μιχάλης Σταθόπουλος και Κώστας Γείτονας ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης, ο Προκόπης Παυλόπουλος ως εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, αντιστασιακοί διαφόρων αποχρώσεων, καθώς και οι πραγματικοί ήρωες της περιόδου, ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας. Από κοντά και ο Γιώργος Παπανδρέου με τον Ρώσο ομόλογό του Ιβάνοφ που ανέβηκαν για άλλο λόγο, αλλά άκουσαν κι αυτοί την ομιλία του Δημάρχου. «Τιμάμε τον Κουκίδη», δηλώνει με στόμφο ο κ. Αβραμόπουλος, «παρά το ότι η ιστορική έρευνα δεν απέδωσε επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξή του και για την πράξη του αυτή». Για να εξηγήσει το ακατανόητο, ο κ. Αβραμόπουλος επιχειρηματολογεί: «Ο θρύλος, όμως, ήταν και παραμένει υπαρκτός, και δημιουργήθηκε από την πρώτη στιγμή. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν υπήρξε ο εύζωνας Κουκίδης. Το ερώτημα είναι αν εμείς οι σημερινοί Έλληνες θέλουμε να υπάρξει».

Μισή ώρα αργότερα, στους πρόποδες της Ακρόπολης, ο Δήμαρχος και οι πολιτικοί εκπρόσωποι αποκάλυπταν τιμητική πλάκα στη μνήμη του Κουκίδη. Ο κ. Αβραμόπουλος υπήρξε και πάλι αινιγματικός: «Με τη σεμνή τελετή θέλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής σε μία θρυλική μορφή. Η λέξη θρύλος κρύβει πολλά. Κρύβει και λίγο ιστορία, κρύβει και λίγο μύθο. Τίποτα δεν αποκαλύφτηκε από την έρευνά μας στα αρχεία των Ενόπλων Δυνάμεων, σημασία όμως έχει ότι έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Εμείς ξεκινήσαμε πριν από τέσσερα χρόνια μια έρευνα που έφερε στην επιφάνεια κάποια στοιχεία, αλλά τίποτα που να επιβεβαιώνεται, που να αποτελεί μαρτυρία ιστορική. Δεν έχει όμως σημασία αυτό. Σημασία έχει αυτό που πριν από λίγο -ρητορικά- κατετέθη ως ερώτημα. Σημασία δεν έχει αν υπήρξε ο στρατιώτης Κουκίδης. Σημασία έχει αν εμείς -οι σημερινοί Έλληνες- θέλουμε να υπάρχουν τέτοιοι θρύλοι. Υπό αυτή την έννοια έχει τη δική του ηθική και εθνική χρησιμότητα αυτό που πράττουμε σήμερα, ικανοποιώντας την απαίτηση χιλιάδων συμπολιτών μας».

Απορεί κανείς για ποιο λόγο έψαξαν τόσο πολύ στα «αρχεία» οι άνθρωποι του Δημάρχου, εφόσον ήταν αποφασισμένοι ούτως ή άλλως να τιμήσουν -για λόγους «χρησιμότητας»- τον υπαρκτό ή ανύπαρκτο Κουκίδη. Πριν από λίγους μόλις μήνες, στην πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή του Τάκη Σπηλιώπουλου στην ΕΤ-1 (26/4/2000), ο κ. Αβραμόπουλος είχε καταρχήν αποκαλύψει ότι δέχτηκε «πολλά μηνύματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό για τη θρυλική φυσιογνωμία» και κατόπιν αυτού έδωσε οδηγίες σε δικούς του ερευνητές να αναζητήσουν στοιχεία. «Από τις έρευνες όμως δεν βρέθηκαν στοιχεία (…) Κάτω από κείνες τις ώρες ίσως να χρειαζόντουσαν και οι θρύλοι για να τονώσουν το φρόνημα του λαού». Στην επιμονή του δημοσιογράφου που τον ρωτά τι θα κάνει αν τεκμηριωθεί η ιστορία του Κουκίδη, ο κ. Αβραμόπουλος υπόσχεται να τον τιμήσει: «Αλλά απέχουμε πολύ από αυτή την ιστορική επιβεβαίωση, χωρίς βεβαίως να θέτουμε σε αμφισβήτηση και τις μαρτυρίες».

Με την εμπειρία του διπλωμάτη, ο Δήμαρχος επιχειρεί να ξεγλιστρήσει από τη δύσκολη θέση. Κλείνει το μάτι σε όσους ξέρουν ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί τίποτα, αλλά ικανοποιεί και όσους πιέζουν να μεταμορφωθεί η πολεμική προπαγάνδα σε ιστορικό γεγονός.

Με μια έννοια, ο κ. Αβραμόπουλος έρχεται δεύτερος. Εδώ και έξι χρόνια, από τις 27 Απριλίου του 1994, έχει εντοιχιστεί τιμητική πλάκα στους στρατώνες της Προεδρικής Φρουράς: «Πλατεία Εύζωνα Κουκίδη Κωνσταντίνου. Έπεσε υπέρ πατρίδος την 27 Απριλίου 1941, κατακρημνισθείς απ’ τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, τυλιγμένος με την ελληνική σημαία, υπερασπιζόμενος ταύτης μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του, αρνούμενος να την παραδώσει στον Γερμανό κατακτητή». Μάταια ο αρμόδιος αξιωματικός της -τότε ανακτορικής- φρουράς αποκλείει την ύπαρξη τέτοιου ονόματος. «Αν ήταν στρατιώτης στους ευζώνους δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ήξερα» δηλώνει στην ΕΤ-1 ο τότε επιλοχίας των ευζώνων Ανδρέας Μαχιμάρης. Αυτά είναι βεβαίως ψιλά γράμματα για όσους πιστεύουν ότι είναι αληθινό ό,τι μας συμφέρει.

Εξίσου απαρατήρητη περνά η μαρτυρία (στην ίδια εκπομπή) του πλέον αρμόδιου εκπροσώπου του στρατού, του αντιστρατήγου Ιωάννη Κακουδάκη, διευθυντή στη ΔΙΣ (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού): «Διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρξε την περίοδο εκείνη στρατιώτης με το όνομα Κουκίδης Κωνσταντίνος. Στείλαμε έγγραφα σε όλες τις μονάδες, στο ληξιαρχείο, παντού. Πήγαμε στην Πλάκα να ζητήσουμε πληροφορίες. Πραγματική μαρτυρία ως σήμερα δεν έχει υπάρξει». Ο κ. Κακουδάκης είναι απόλυτος: «Το ΓΕΣ έχει καταγράψει όλους τους φαντάρους κι όλους τους αξιωματικούς της περιόδου. Κάπου θα έπρεπε να ανήκει ο Κουκίδης. Ούτε εύζωνας υπήρξε ούτε ήταν φαντάρος. Όλα εξετάστηκαν». Το ενδιαφέρον είναι ότι -όπως ομολογεί σήμερα ο αντιστράτηγος- όταν υπηρετούσε σε τάγμα νεοσυλλέκτων έκανε «εθνική διαπαιδαγώγηση», χρησιμοποιώντας ο ίδιος -ως ιστορικό γεγονός- τη «θυσία του Κουκίδη».

Ο «αγών» του Πλεύρη

Στο ερώτημα ποιοι θα είχαν πολιτικούς λόγους να ανακαλύψουν και να επιβάλουν έναν εθνικό ήρωα («ακομμάτιστο», ίσως «εύζωνα», ίσως «ποντιακής καταγωγής», ίσως «γόνο στρατιωτικής οικογενείας» κ.λπ.), η απάντηση είναι εύκολη. Πράγματι, τη δεκαετία του ’90, εποχή «εθνικής αφύπνισης» και «αλύτρωτων πατρίδων», στρατευμένοι ιστοριοδίφες του ακροδεξιού χώρου έστησαν λιθαράκι λιθαράκι το μύθο. Με τον τρόπο αυτό χάιδευαν τα αφτιά του μεγάλου κοινού, κέρδιζαν τη συμπάθειά του, και έτσι άνετα μπορούσαν να επιτεθούν κατά της «διεφθαρμένης και παρηκμασμένης δημοκρατίας, η οποία δεν θέλει να τιμήσει έναν αληθινό Έλληνα ήρωα». Ήδη από το 1989 εμφανίζονται ορισμένες επιστολές, προς το ΓΕΣ και τον Τύπο, «εθνικώς ευαίσθητων» πολιτών -που από κάπου, κάποτε, άκουσαν για τον ήρωα Κουκίδη ή το διάβασαν στο λεύκωμα των Φαφαλιού και Χατζηπατέρα- στις οποίες προβάλλεται το αίτημα της ανέγερσης μνημείου. Η ιστορική τεκμηρίωση της θυσίας του ήρωα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι επιστολογράφοι δίνουν έμφαση στη σιωπή και την αδράνεια του κράτους το οποίο δεν εννοεί να ανακαλύψει και να τιμήσει τον ήρωά τους. Κεντρική φυσιογνωμία της κίνησης αναδεικνύεται ο γνωστός Κώστας Πλεύρης (ο φίρερ των ελλήνων εθνικοσοσιαλιστών). Από τις εκπομπές του στο κανάλι Tele-City (ιδιοκτησίας του βουλευτή Γιώργου Καρατζαφέρη), το θέμα Κουκίδη γίνεται δημοφιλές – και όχι μόνο στον στενό πυρήνα των οπαδών του. Αποκαλυπτική είναι η συζήτηση του Πλεύρη με το δήμαρχο Αβραμόπουλο για τα «εθνικά θέματα» του Δήμου, όπως την είδαμε στο Tele-City (1.3.1995). Λέει ο Πλεύρης: «Όταν στις 27 Απριλίου 1941 εισήλθαν οι Γερμανοί κατακτητές στην Ελλάδα ανήλθον εις την Ακρόπολιν ήτο ένας φρουρός, ένας εύζων, ένας νεαρός, ο οποίος ήτο σκοπός της σημαίας. Το όνομά του ήτο Κωνσταντίνος Κουκίδης. Έχουμε όλο το φάκελο από το Γενικό Επιτελείο Στρατού…». «Πρέπει να σας πω ότι εδώ σας προλαμβάνω εγώ», απαντά ο κ. Αβραμόπουλος. «Το έχουμε ήδη συζητήσει και προτιθέμεθα συντομότατα να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το θέμα του συμβολικού αυτού ήρωα -του πρώτου, αν θέλετε, που εγκαινίασε, αν θέλετε, την αντίσταση της Αθήνας». Άλλο που δεν ήθελε ο Πλεύρης.

Μετά το περίφημο κάψιμο της ελληνικής σημαίας από νεαρούς στα μεγάλα επεισόδια του Νοεμβρίου 1995 στο Πολυτεχνείο (που όλοι είδαν σε απ’ ευθείας διακαναλική μετάδοση), το έδαφος γίνεται γονιμότερο. Μπροστά στον «εθνικό κατήφορο» ορθώνεται η ηρωική μορφή του Κουκίδη. «Οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για τας επόμενας γενεάς, αλλά διά τας επομένας εκλογάς (…) Παραθεωρούνται ζωτικαί εθνικαί υποχρεώσεις, κυρίως, όμως, η νεότης αφήνεται αβοήθητη εις τον κατήφορον του ευδαιμονισμού και της διαφθοράς. Γίνεται φρικτή καταπάτησις του άρθρου 16 του Συντάγματος ‘περί καλλιεργείας του θρησκευτικού και εθνικού φρονήματος των νέων’ που δεν γνωρίζουν ούτε ότι ο πρώτος αντιστασιακός ήταν ο εύζωνας Κωνσταντίνος Κουκίδης. Όλα αυτά περιφρονούνται, διότι τονώνουν το Έθνος και όχι τον κομματισμόν» (από χαρακτηριστική επιστολή αναγνώστη στα ΝΕΑ, 29.4.1996). Τον Μάιο του 1998 εκδίδεται το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη «Ήρωες και Προδότες στην κατοχική Ελλάδα», από τις γνωστές εκδόσεις του εθνικιστικού χώρου «Πελασγός», οι οποίες ανήκουν στο στέλεχος του «Ελληνικού Μετώπου» Ιωαν. Γιαννάκενα. Εκεί πληροφορούμαστε ότι «λέγεται πως ο Κων. Κουκίδης δεν ήταν στρατιώτης αλλά φαλαγγίτης της ΕΟΝ (σ.σ. της μεταξικής νεολαίας) που εκ περιτροπής τις τελευταίες ημέρες με άλλους ΕΟΝίτες φύλαγαν σκοπιά στη σημαία όταν η στρατιωτική φρουρά είχε αποσυρθεί για να πάρουν οι στρατιώτες προσωρινά απολυτήρια. Μια πληροφορία που δόθηκε στον γράφοντα από παλιό κάτοικο της Πλάκας, χωρίς να μπορεί να διασταυρωθεί και να επιβεβαιωθεί». Την υπόθεση, στο μεταξύ, αναλαμβάνουν να διαδώσουν και άλλοι αστέρες της εθνικοφροσύνης, ανακυκλώνοντας το ίδιο πάνω κάτω υλικό. Στο περιοδικό όμως «Ελλοπία» (τεύχη 38-39, Απρίλιος και Μάιος 1998) ο Δημήτρης Λαζογιώργος-Ελληνικός εντοπίζει επί τέλους έναν (και μοναδικό ως σήμερα) που γνώριζε προσωπικά τον Κουκίδη και τη θυσία του! Πρόκειται, όπως γράφει ο Λαζογιώργος για το «γνωστό στέλεχος της Αντίστασης» Σπύρο Μήλα, τότε 82 ετών. Ο κ. Μήλας γνώρισε τον Κουκίδη στην Αμφίκλεια μετά την κατάρρευση του μετώπου. Φαντάροι κι οι δυό γύριζαν στα σπίτια τους. Ο Κουκίδης ήταν ποντιακής καταγωγής γεννημένος εδώ. Ανήκε στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού «του οποίου τα αρχεία δεν υπάρχουν πια». Ηταν ακομμάτιστος, περίπου 20 χρονών, γύρω στο 1,67 και όχι πολύ δεμένος. Δούλευε οικοδόμος και το σπίτι του ήταν στο Πέραμα ή το Κερατσίνι. Με τον κ. Μήλα χώρισαν στην Ελευσίνα. «Εγώ του είχα δώσει τη διεύθυνσή μου και έτσι ήρθε και με βρήκε αυτός, γιατί λογαριάζαμε να πάμε στη Μέση Ανατολή μέσω Κρήτης. Την παραμονή που οι αρχές θα παρέδιδαν την Αθήνα του λέω: ‘Έρχονται οι Γερμανοί. Εμείς δεν πρέπει να μείνουμε απαθείς’. ‘Βεβαίως και δεν θα μείνουμε απαθείς’, μου λέει. ‘Θ’ αντισταθούμε. Τι απόγονοι του ’21 είμαστε. Θα δεις’. Και την άλλη μέρα από την παράδοση μαθαίνω ότι κάποιος στην Ακρόπολη τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και έπεσε από το βράχο. Δεν ήξερα, τότε, ότι αυτός ήταν ο Κουκίδης. Το έμαθα 2-3 μέρες αργότερα που πήγα στο Κερατσίνι να τον βρω».

Ωστόσο, δυο χρόνια μετά, σε μια ακόμα εκπομπή αφιερωμένη στον άγνωστο ήρωα, του ΤΗΛΕ-ΤΩΡΑ (21.4.2000), ο ίδιος μάρτυρας, ο κ. Μήλας, θυμάται τα γεγονότα κάπως αλλιώς. Σ’ αυτή την εκδοχή της μαρτυρίας του, ο κ. Μήλας ήταν σε μια ταράτσα, όπου συνεδρίαζε με άλλους αντιστασιακούς, δίπλα στην Ακρόπολη και είδε με τα μάτια του τον Κουκίδη να πέφτει φορώντας το χιτώνιο της αεροπορίας που ο ίδιος του είχε δώσει… Αφήνοντας να αιωρείται ότι ο Κουκίδης αυτοκτόνησε βάσει οργανωμένου σχεδίου.

Μια συναινετική μυθοπλασία

Αν οι λόγοι που ώθησαν την ακροδεξιά να ανασύρει από τη λήθη την ιστορία του στρατιώτη Κουκίδη είναι προφανείς, τα κίνητρα του τμήματος της αριστεράς και της κεντροαριστεράς που πλαισίωσε δραστήρια την τελική φάση του εγχειρήματος αποκατάστασης του ήρωα-φάντασμα παραμένουν αδιευκρίνιστα. Είναι αλήθεια ότι η κομμουνιστική αριστερά δεν υπήρξε όλως διόλου αμέτοχη στη μετατροπή του θρύλου σε ιστορικό γεγονός. Ένας σύντομος φόρος τιμής στο «φρουρό της δικής μας σεμνής σημαίας» που διατάχθηκε να την κατεβάσει κι εκείνος «την κατέβασε, τυλίχθηκε μέσα κι έπεσε χωρίς ηρωισμούς απ’ το βράχο» περιλαμβάνεται ήδη σε διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη γραμμένο τον Οκτώβριο του 1944 («Τα άλογα του Κουπύλ», από τη συλλογή «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά…», Δωρικός 1975). Αλλά και στον δεύτερο τόμο του επίσημου μαρτυρολογίου που εξέδωσε στα 1994 η ΚΑΙ του ΚΚΕ με τίτλο «Έπεσαν για τη ζωή», η αναφορά στον Κώστα Κουκίδη είναι ρητή: Τη στιγμή που άλλοι έδιναν γη και ύδωρ στους χιτλερικούς, ο «Έλληνας στρατιώτης», πιστός στα πατριωτικά ιδανικά, προτίμησε να αυτοκτονήσει «τυλιγμένος με τη γαλανόλευκη, πέφτοντας από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, παρά ν’ ανεβάσει στον ιστό τη σβάστικα».

Βασισμένες στη φήμη που κυκλοφόρησε από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, οι συνοπτικές αυτές νύξεις αναπαρήγαν απλώς μια γοητευτική ξεθωριασμένη ιστορία. Δεν την επινοούσαν, αλλά, καθώς δεν ενδιαφέρονταν να την ελέγξουν, συνεισέφεραν κι αυτές στην επιβίωσή της. Ούτως ή άλλως, παλιότερα δεν υπήρχε κανείς λόγος να αμφισβητηθεί ο τόσο βολικός συμβολισμός μιας ηρωικής πράξης που εμμέσως πλην σαφώς τοποθετούσε στην πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής την έναρξη του έπους της Εθνικής Αντίστασης. Από το σημείο, όμως, αυτό έως την πλήρη οικειοποίηση από την αριστερά του μύθου που αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια χάρη στις ακάματες προσπάθειες της ακροδεξιάς υπάρχει μεγάλη απόσταση. Κυρίως γιατί στην πρόσφατη αυτή αναβίωση της υπόθεσης Κουκίδη, η υμνητική αναφορά στον ηρωικό αυτόχειρα της Ακρόπολης συμβαδίζει με την παράλληλη γνώση ότι η όλη υπόθεση είναι μια άτσαλα κατασκευασμένη ιστορία.

«Από επιστημονική άποψη δεν έχει αποδειχθεί τίποτα», δήλωνε ο Γρηγόρης Φαράκος στην εκπομπή της ΕΤ-1. «Αλλά δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Ακόμα και θρύλος να είναι, είχε και έχει τεράστια σημασία για το λαό». Σε άλλο σημείο της εκπομπής, το ιστορικό στέλεχος της αριστεράς θυμήθηκε ότι τα πρώτα χρόνια είχε γράψει σχετικά η «Εστία» και ότι ο θρύλος υπήρξε έντονος στην αρχή της Κατοχής, για να ατονήσει σταδιακά στη συνέχεια. Μέχρι να βρεθούν τα ντοκουμέντα έχει σημασία να υπάρχει ως θρύλος, ήταν το σαφέστατο συμπέρασμα του Γ. Φαράκου. Αντίστοιχη υπήρξε και η στάση του Μανόλη Γλέζου στην ίδια εκπομπή: «Εμείς ως αντιστασιακοί προτείνουμε ανεξαρτήτως των στοιχείων που θα φέρουν ή δεν θα φέρουν οι έρευνες, να το ονομάσουμε από τώρα πλατεία Κώστα Κουκίδη. Γιατί καμιά φορά και το θρύλο χρειάζεται να τον τιμούμε όπως και τα γεγονότα». Ήταν η καλύτερη δυνατή πάσα για τον ανυπόμονο δήμαρχο. «Με ιδιαίτερη χαρά θα προχωρήσουμε σε αυτή την κίνηση», έσπευσε να του απαντήσει ο Δ. Αβραμόπουλος. «Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η πρόταση έρχεται από τη ζώσα ιστορική μαρτυρία».

Έχοντας εξασφαλίσει και το σχετικό υπόμνημα της οργάνωσης «Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944», ο δήμαρχος Αθηναίων θα προχωρούσε σύντομα στην αποκάλυψη της τιμητικής πλάκας του ανύπαρκτου ήρωα (βλ. και το υμνητικό δημοσίευμα της «Αυγής’, 27/4/2000). Με την κίνηση αυτή και με τη συγκατάνευση ολόκληρου σχεδόν του πολιτικού φάσματος επιβραβεύτηκαν -επιτέλους- οι προσπάθειες της ακροδεξιάς που αγωνίστηκε επί χρόνια να επιβάλει έναν «δικό» της ήρωα, τον εθνικόφρονα στρατιώτη που πριν από τον κομμουνιστή Γλέζο και με τρόπο δραματικότερο από αυτόν πάλεψε και έπεσε για την τιμή του ύψιστου εθνικού συμβόλου. Με τη σύμφωνη γνώμη επίσημων εκπροσώπων της, η αριστερά έχανε έτσι στο επίπεδο του συμβολισμού την αναμφισβήτητη μέχρι πρότινος αίγλη που της είχε χαρίσει ο πραγματικός ηρωισμός του Μανόλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα. Την αίγλη αυτή είχε επιχειρήσει να σχετικοποιήσει και το στρατοδικείο που δίκαζε στα 1959 τον Μανόλη Γλέζο για «κατασκοπία». Πώς ήταν δυνατόν ένας «κατάσκοπος» να έχει στο ενεργητικό του έναν ανεπανάληπτο ηρωισμό, και μάλιστα συνδεδεμένο με την ελληνική σημαία; Ισχυρίστηκε τότε ένας αρχιασφαλίτης στο στρατοδικείο ότι, όταν κατέβαζε τη σημαία, ο Γλέζος είχε μόλις βγει από τα σπλάχνα της μεταξικής ΕΟΝ και ότι ο φόβος μετά την παράτολμη πράξη του τον έκανε να ζητήσει την προστασία των εαμικών οργανώσεων. Η κατάθεση προκάλεσε τότε γέλια. Γιατί τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά και οι συναινετικοί θρύλοι δεν είχαν γίνει ακόμη της μόδας.

Διαδρομές ενός μύθου

Οι αρχειακές πηγές διαψεύδουν πλήρως την «υπόθεση Κουκίδη». Πώς όμως δημιουργήθηκε ο μύθος για τον (ανύπαρκτο) φρουρό της Ακρόπολης, που αυτοκτόνησε για να μην παραδώσει τη σημαία του στα χέρια του εχθρού;

Η πρώτη σαφής μνεία του «γεγονότος» προέρχεται από την Daily Mail της 9/6/41. Σε ειδική ανταπόκρισή της από το Κάιρο, η αγγλική εφημερίδα αναφέρεται αναλυτικά στο γεγονός, από το οποίο αντλεί και τον τίτλο του σχετικού δημοσιεύματος. Στις αμέσως επόμενες ωστόσο σειρές, η αξιοπιστία του άρθρου πλήττεται θανάσιμα από τα υπόλοιπα «στοιχεία» που παραθέτει, και τα οποία παρουσιάζουν την Αθήνα σαν εξεγερμένη πόλη: «Μαθαίνω ότι γερμανικές περίπολοι στους δρόμους της Αθήνας έχουν διαταχθεί να χρησιμοποιούν χειροβομβίδες για να διαλύουν λαϊκές συγκεντρώσεις. Ο αρχηγός της Αστυνομίας και ο διοικητής της Χωροφυλακής διώχτηκαν επειδή απέτυχαν να διατηρήσουν την τάξη. Λέγεται ότι η Γκεστάπο δουλεύει σκληρά και ανάμεσα στους ανθρώπους που έχουν συλληφθεί είναι ο κ.Λαμπράκης, ιδιοκτήτης δύο αθηναϊκών εφημερίδων». Καθώς στην πραγματικότητα τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη, είναι προφανές ότι το άρθρο αναπαρήγε (κι ενδεχομένως διόγκωνε) κάθε λογής φήμες που κυκλοφορούσαν στην κατεχόμενη πρωτεύουσα, προκειμένου να υπηρετηθούν οι ανάγκες της πολεμικής προπαγάνδας.

Μολονότι η Daily Mail είναι η μοναδική πηγή της εποχής που αναφέρει το όνομα του «ηρωικού αυτόχειρα», η «είδηση» καταγράφεται και από άλλους: για αυτοκτονία του «φρουρού της ελληνικής σημαίας της Ακροπόλεως» κάνουν λόγο ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (στο Ημερολόγιό του, που δημοσιεύθηκε το 1972) και ο άγγλος πράκτορας Νίκολας Χάμοντ (στις μεταγενέστερες και αρκετά αμφιλεγόμενες αναμνήσεις του). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η σχετική φήμη κυκλοφόρησε όντως μεταξύ των Αθηναίων στις τεταμένες ώρες που ακολούθησαν την είσοδο της Βέρμαχτ στην πόλη. Δεν ήταν, άλλωστε, η μόνη που σχετιζόταν με το (σοκαριστικό για τους κατοίκους, όπως πιστοποιούν απειράριθμες ημερολογιακές εγγραφές της εποχής) θέαμα της σβάστικας στην Ακρόπολη. «Λέγεται πως Ελληνες στρατιώτες πυροβολήσανε τον αγκυλωτό σταυρό, την ώρα που τον στήνανε πάνω στην Ακρόπολη και τον ρίξανε», σημειώνει λ.χ. την ίδια μέρα στο ημερολόγιό του ο Ροζέ Μιλλιέξ (Αθήνα 1982, σ.30).

Η Απελευθέρωση του 1944 θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους, με το σαφέστερο δυνατό τρόπο: κανείς απολύτως δεν εμφανίζεται για να τεκμηριώσει, ενώ οι μνήμες και η φόρτιση είναι ακόμη νωπές, τη φήμη που όλοι σχεδόν δείχνουν να έχουν πια ξεχάσει. Στο κλασικό ιστοριογραφικό έργο της περιόδου, που καταγράφει ακόμη και τους αριθμούς των γερμανικών τανκς που μπήκαν στην πόλη (μαζί με τα ονόματα και τις μονάδες των αξιωματικών που ύψωσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη), Κουκίδης φυσικά δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε υποστολή της ελληνικής σημαίας (που υποτίθεται ότι τον οδήγησε στην αυτοκτονία): «Περί την 10ην πμ υψώθη πρώτον η σημαία των ναζί με τον αγκυλωτόν σταυρόν, παραπλεύρως δε ταύτης η Ελληνική» (Δ. Γατόπουλου «Ιστορία της Κατοχής», Αθήναι 1946, σ.126).

Για την αναβίωση του μύθου θα περιμένουμε μέχρι το 1982. Σε λεύκωμα μαρτυριών του 1940-41 που κυκλοφορούν οι Κώστας Χατζηπατέρας και Μαρία Φαφαλιού, μια ολόκληρη σελίδα αφιερώνεται (χωρίς την παραμικρή βιβλιογραφική αναφορά) σε μια δακρύβρεχτη αφήγηση της «θυσίας του εύζωνα Κώστα Κουκίδη». Στην διπλανή ωστόσο σελίδα, η Πηνελόπη Δέλτα (που ξεψύχησε στις 2/5/41) αποκαλείται από τους ίδιους ως «ο πρώτος νεκρός της Ελληνικής Αντιστάσεως»!

Ψιλά γράμματα, θα πει κανείς, μπροστά στον καταιγισμό των αντιφάσεων που παρουσιάζουν οι λιγοστές «μαρτυρίες» τελευταίας εσοδείας, που παρελαύνουν από κανάλι σε καναλάκι: ο ένας «φίλος» του θέλει τον Κουκίδη από τις Σέρρες, ο άλλος τον θέλει από την Καλαμάτα΄ ο ένας «θυμάται» έναν τσολιά να πέφτει από την Ακρόπολη, ο άλλος τον «θυμάται», επίσης, ντυμένο όμως με τη στολή της αεροπορίας. Κανονικό ρεπορτάζ στην ομίχλη, δηλαδή – κι άντε μετά να βρεθεί φως στο τούνελ…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Δημήτρη Λαζογιώργου-Ελληνικού «Κωνσταντίνος Κουκίδης. Ο πρώτος αντιστασιακός» (περιοδικό Ελλοπία, τ. 38, Απρίλιος-Μάιος 1998 και τ. 39, Ιούνιος-Αύγουστος 1998). Χαρακτηριστική παρουσίαση της υπόθεσης Κουκίδη από έναν στρατευμένο οπαδό της. Ο συγγραφέας -γνωστός από τις εκπομπές εθνικής διαπαιδαγώγησης της χουντικής ΥΕΝΕΔ- έχει ανακαλύψει και «μάρτυρα», φίλο και συνεργάτη του Κουκίδη.

Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη «Ηρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα» (εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2000). Μεταξύ άλλων «παραλειπόμενων» της εποχής, ο συγγραφέας αναφέρεται στο επεισόδιο Κουκίδη και στα στοιχεία που κατά τη γνώμη του το τεκμηριώνουν.

Απόστολου Διαμαντή «Επίλογος με τρεις αυτοκτονίες» («Ε-Ιστορικά», 27/10/1999). Μαζί με τον πρωθυπουργό Κορυζή και την Πηνελόπη Δέλτα, ο Κουκίδης θεωρείται ο τρίτος που αυτοκτόνησε τις μέρες της εισόδου των Γερμανών.

George L. Mosse «Fallen Soldiers» (Oxford University Press, New York 1990). Στην εξαιρετική αυτή μονογραφία αναλύεται η λατρεία των πεσόντων στη σύγχρονη πολεμική προπαγάνδα και η χρήση των μύθων για την επιβεβαίωση του εθνικού ηρωικού προτύπου.

Γιώργου Μαργαρίτη «Οι περιπέτειες του ηρωικού θανάτου (1912-1920)» (περ. Μνήμων, τχ.12, 1989). Αντίστοιχη εργασία για την ελληνική εκδοχή του φαινομένου.

ΔΕΙΤΕ

«Σαν Παραμύθι» (Εκπομπή της ΕΤ-1, του Νίκου Παπαθανασίου, με παρουσιαστή τον Τάκη Σπηλιώπουλο, 26/4/2000). Στην εκπομπή μετέχουν οι Ιωάννης Κακουδάκης, Γιώργος Αποστολίδης, Τάσος Κοντογιαννίδης, Γρηγόρης Φαράκος, Μανόλης Γλέζος και παρεμβαίνουν ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, καθώς και κάποιοι μάρτυρες ή συλλέκτες στοιχείων για την υπόθεση. Πολύ ενδιαφέρουσα «ζωντανή» προσπάθεια να τεκμηριωθεί ο θρύλος, που αναδεικνύει την ανυπαρξία τεκμηριωμένων στοιχείων. Ρητή αναφορά στη «χρησιμότητα» να εμφανίζεται ο θρύλος ως πραγματική ιστορία.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.